- πρόσεργος
- -ον, Α1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργονα) κέρδος από χρήματα, τόκοςβ) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἔργον (πρβλ. πάρ-εργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
πρόσεργον — τὸ, Α βλ. πρόσεργος … Dictionary of Greek